- ηττοπάθεια
- η пораженчество; пораженческое настроение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηττοπάθεια — η αδικαιολόγητος φόβος ήττας: Οι στρατιώτες κυριεύτηκαν από ηττοπάθεια. – Υπήρξαν θύματα της ηττοπάθειάς τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηττοπάθεια — η [ηττοπαθής] παθολογικός φόβος για επικείμενη ήττα, ο οποίος οφείλεται σε κατάπτωση τού ηθικού τού ηττοπαθούς ή σε αδικαιολόγητη υπερτίμηση τών δυνάμεων τού αντιπάλου … Dictionary of Greek
ντεφαιτισμός — ο ηττοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. defaitisme < γαλλ. defaite «ήττα» < defaire «νικώ» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… … Dictionary of Greek
Βαρνακιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Βάρνακα Ακαρνανίας 1760 1842). Οπλαρχηγός. Όταν ο Αλή πασάς κυριάρχησε στη δυτική Ελλάδα, ο Β. υπηρέτησε τον Αλή ως αρματολός του Ξηρόμερου, αρματολίκι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Όταν… … Dictionary of Greek
Ματεότι, Τζάκομο — (Giacomo Matteotti, Φράτα Πολεσίνε, Ροβίγκο 1885 – Ρώμη 1924). Ιταλός πολιτικός. Προερχόταν από πλούσια αστική οικογένεια και σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ συνέχισε τις σπουδές του ειδικευόμενος στο ποινικό δίκαιο· ωστόσο δεν … Dictionary of Greek
Ρεμάρκ, Έριχ Μαρία — (Remarque, ψευδώνυμο του Erich Maria Kramer, Όσναμπρικ 1898 – Λοκάρνο 1970). Γερμανός συγγραφέας. Γνώρισε τεράστια επιτυχία με το μυθιστόρημα Τίποτα το νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο (1929), συντριπτικό ντοκουμέντο εναντίον του μιλιταρισμού και του … Dictionary of Greek
ηττοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει καταληφθεί από ηττοπάθεια, που έχει χάσει το θάρρος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)